- ψαριέρα
- η металлическая посуда для поджаривания рыбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαριέρα — η, Ν επίμηκες μεταλλικό σκεύος με κάλυμμα, για το ψήσιμο ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κατάλ. ιέρα (πρβλ. ψηστ ιέρα)] … Dictionary of Greek
ψαριέρα — η μακρουλό σκεύος που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο των ψαριών ή για την εναπόθεση ψημένων ψαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)